Η εικόνα της Μεταμόρφωσης αποτελεί το κλειδί της ορθόδοξης θεολογίας για τη θέα του Θεού. Το φανερωμένο στους Αποστόλους φως ήταν η εκδήλωση της θείας λαμπρότητας, άχρονης και άκτιστης δόξας, μια αναγνώριση των δύο φύσεων του Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Ταυτόχρονα ήταν μια «προτύπωσις», μια εικόνα της μεταμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και της θέωσης που χαρίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού.
Στο βάθος της Εικόνας παρουσιάζεται ένα βουνό. Είναι το Θαβώρ όπως μας λέγει η Παράδοση, διότι στην αγία Γραφή δεν αναφέρεται η ονομασία του. Απλώς η αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Ιησούς ανέβηκε με τους τρεις Μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «εις όρος υψηλόν». Το όρος είναι αυχμηρό και έρημο από βλάστηση και δένδρα, όπως συνηθίζεται στην βυζαντινή ζωγραφική. Είναι μάλιστα «τρίκορφο».
Στην κορυφή του κεντρικού βουνού στέκει ο Χριστός. Είναι δοξασμένος· το πρόσωπό Του λάμπει σαν τον ήλιο και τα ρούχα Του είναι λευκά σαν το φως (Ματθ. 17,2). Ο Μεταμορφωμένος Χριστός με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατεί κλειστό ειλητάριο, όπου αναγράφεται ο Νόμος του. Η όλη ύπαρξή Του ακτινοβολεί το άκτιστο Φως, που αναβλύζει από μέσα Του. Η δόξα που τον περιβάλλει στην Εικόνα συμβολίζεται μ’ ένα κυκλικό ή ωοειδές ή ρομβοειδές με τριγωνικές κατασκευές σχήμα. Μέσα στη θεία του δόξα ο Χριστός ευλογεί έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο θεατή, προς τον οποίο άλλωστε απευθύνεται.
Η δόξα του Χριστού φανερώνει ότι η ανθρώπινή Του φύση είναι δοξασμένη από τον καιρό της ενσαρκώσεώς Του στην γαστέρα της Παναγίας, λόγω της ενώσεως της με την θεία φύση. Η δόξα όμως αυτή δεν φαινόταν, αλλά κρατείτο αθέατη από τα μάτια των ανθρώπων. Τώρα αποκαλύπτεται και την βλέπουν οι πρώτοι των Μαθητών. Συνεπώς η Μεταμόρφωση δεν σημαίνει αλλαγή της μορφής του Χριστού, αλλά αποκάλυψη της έως τότε κρυμμένης δόξας Του.
Δεξιά και αριστερά του Χριστού, πατώντας πάνω στις άλλες δύο κορυφές, φαίνονται ο Μωυσής και ο Ηλίας, κι αυτοί λουσμένοι στο άκτιστο Φως, λόγω της θεοπτίας τους και της εν Χριστώ κοινωνίας τους. Γι’ αυτό σε Εικόνες που ακολουθούν την αρχαία παράδοση εικονίζονται και αυτοί εντός της δόξης του Κυρίου. «Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωυσής και Ηλίας, οι οφθέντες εν δόξει έλεγον την έξοδον αυτού, ην ήμελλεν πληρούν εν Ιερουσαλήμ» μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς (9,30). Οι τρεις Απόστολοι αντιλαμβάνονται ότι είναι ο Μωυσής και ο Ηλίας, λόγω της συζητήσεως που κάνουν με τον Χριστό και λόγω της δόξας που τους περιβάλλει, ως θεόπτες που υπήρξαν.
Ο Μωυσής και ο Ηλίας είναι αυτοί που μαζί με τον Πρόδρομο δείξανε το Χριστό - Μεσσία στους τρεις Μαθητές. Δύο Προφήτες της εποχής του νόμου και ένας Προφήτης στο μεταίχμιο του νόμου και της Χάριτος δείχνουν ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Υπάρχει συνεπώς ενότητα και συνέχεια μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Χριστός συνδέεται με τους Αποστόλους αλλά και τους Προφήτες.
Ο Χριστός λοιπόν δεν είναι ούτε ο Μωυσής ούτε ο Ηλίας, όπως λέγανε κάποιοι, ούτε είναι εναντίον του Μωυσή και δήθεν καταργεί το νόμο του, όπως Τον κατηγορούσαν οι Φαρισαίοι. Ξεκάθαρα φαίνονται οι μεγάλοι αυτοί Προφήτες να τον δείχνουν, να τον παρουσιάζουν στους τρεις Μαθητές, και να συζητούν για την κηδεία Του, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (9,30-31). Προετοιμάζουν κι αυτοί με τον τρόπο τους Μαθητές να μη ταραχθούν με τα όσα θα συμβούν και θεληματικά θα τα υποστεί ο Κύριος. Το ότι συζητούν και το ότι εμφανίζονται ζώντες μετά από τόσους αιώνες-κυρίως ο Μωυσής που είχε πεθάνει- δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για την αθανασία. Η παρουσία τους είναι μια ακόμη Προφητεία για την Ανάσταση των νεκρών. Επίσης δείχνουν ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος νεκρών (Μωυσής) και ζώντων (Ηλίας). Επίσης, πριν ακουστεί η φωνή του Θεού Πατέρα «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός αυτού ακούετε», ο Ηλίας και ο Μωυσής είχαν φύγει (Λουκ. 9,33), για να μη νομίσουν οι Μαθητές ότι η φωνή απευθυνόταν σε κάποιον απ’ αυτούς.
Στο κάτω μέρος της Εικόνας παρίστανται οι Μαθητές τρομαγμένοι λόγω της θεοφανείας και πεσμένοι χάμω, όπως μας διηγείται ο Ματθαίος (17,6), άλλος μπρούμυτα, άλλος ανάσκελα, άλλος βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπό του ή οι δύο μπρούμυτα και ο Πέτρος να κοιτάζει προς το Χριστό. Οι μαθητές έπεσαν κατά πρόσωπο, όχι εξ αιτίας της φωνής, όπως λένε οι πατέρες, αλλά για τη μετατροπή και το υπερφυές του φωτός.
Η εικόνα του δωδεκαόρτου της μονής Διονυσίου αποτελεί μια εικονογραφική παραλλαγή του θέματος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο εικονογράφος ακολουθώντας τις ευαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στη σύνθεσή του δίπλα στο κεντρικό θέμα τις σκηνές της ανόδου και καθόδου στο όρος Θαβώρ. Αριστερά βλέπουμε το Χριστό να προπορεύεται έχοντας στραμμένο το κεφάλι προς τους τρεις μαθητές και το αριστερό χέρι υψωμένο σε χειρονομία λόγου· στο δεξί χέρι κρατεί το θείο Νόμο. Φαίνεται να προετοιμάζει τους μαθητές για τη μοναδική εμπειρία που πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δεν είναι να τους εκπλήξει με τη Μεταμόρφωσή του, αλλά να τους αποκαλύψει τη θεϊκή του δόξα. Μετά το ουράνιο όραμα κατέρχονται από την άλλη πλευρά του βουνού· οι μαθητές στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα προς τον Κύριό τους που τους καθησυχάζει ευλογώντας τους. Ταυτόχρονα τους λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9). Η παραλλαγή αυτή συναντάται ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες, αλλά απαντάται κάποτε και σε φορητές εικόνες. Το γεγονός αυτό, να προστίθενται δηλαδή γύρω από μια κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα επεισόδια, συνηθίζεται στην βυζαντινή τέχνη.
Η μεταμόρφωση του Κυρίου και η προοπτική της μεταμόρφωσης του καθενός ανθρώπου βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Έχουμε συνάντηση του θείου και του ανθρώπινου, του κτιστού και του ακτίστου . Η μεταμόρφωση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και η μεταμόρφωση φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Στην θαβώριο μεταμόρφωση μετέχει ο Θεός και ο άνθρωπος. Μετέχει όλη η φύση και η κτίση. Μεταμορφώνεται το πνεύμα αλλά και το σώμα. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του όλου ανθρώπου και της καθόλου δημιουργίας. Έχει, επομένως, η μεταμόρφωση καθολική σημασία.
Το φως του Μεταμορφωθέντος Χριστού αποτελεί την κύρια έκφραση του ησυχαστικού κινήματος μέσω της θεολογίας των «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τον 14ο αιώνα. Ο επικεφαλής του ησυχαστικού κινήματος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διακήρυξε ότι ο Θεός ονομάζεται «Φῶς» όχι κατά την ουσία του, αλλά κατά την ενέργειά του, και ότι αυτό το μπορεί να γίνει αισθητό μέσω της προσευχής και εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιάς, αδιάλειπτη μνήμη Θεού κ.λπ).
Πίσω στη σελίδα "Θεολογία της Εικόνας"
Στο βάθος της Εικόνας παρουσιάζεται ένα βουνό. Είναι το Θαβώρ όπως μας λέγει η Παράδοση, διότι στην αγία Γραφή δεν αναφέρεται η ονομασία του. Απλώς η αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Ιησούς ανέβηκε με τους τρεις Μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «εις όρος υψηλόν». Το όρος είναι αυχμηρό και έρημο από βλάστηση και δένδρα, όπως συνηθίζεται στην βυζαντινή ζωγραφική. Είναι μάλιστα «τρίκορφο».
Στην κορυφή του κεντρικού βουνού στέκει ο Χριστός. Είναι δοξασμένος· το πρόσωπό Του λάμπει σαν τον ήλιο και τα ρούχα Του είναι λευκά σαν το φως (Ματθ. 17,2). Ο Μεταμορφωμένος Χριστός με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατεί κλειστό ειλητάριο, όπου αναγράφεται ο Νόμος του. Η όλη ύπαρξή Του ακτινοβολεί το άκτιστο Φως, που αναβλύζει από μέσα Του. Η δόξα που τον περιβάλλει στην Εικόνα συμβολίζεται μ’ ένα κυκλικό ή ωοειδές ή ρομβοειδές με τριγωνικές κατασκευές σχήμα. Μέσα στη θεία του δόξα ο Χριστός ευλογεί έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο θεατή, προς τον οποίο άλλωστε απευθύνεται.
Η δόξα του Χριστού φανερώνει ότι η ανθρώπινή Του φύση είναι δοξασμένη από τον καιρό της ενσαρκώσεώς Του στην γαστέρα της Παναγίας, λόγω της ενώσεως της με την θεία φύση. Η δόξα όμως αυτή δεν φαινόταν, αλλά κρατείτο αθέατη από τα μάτια των ανθρώπων. Τώρα αποκαλύπτεται και την βλέπουν οι πρώτοι των Μαθητών. Συνεπώς η Μεταμόρφωση δεν σημαίνει αλλαγή της μορφής του Χριστού, αλλά αποκάλυψη της έως τότε κρυμμένης δόξας Του.
Δεξιά και αριστερά του Χριστού, πατώντας πάνω στις άλλες δύο κορυφές, φαίνονται ο Μωυσής και ο Ηλίας, κι αυτοί λουσμένοι στο άκτιστο Φως, λόγω της θεοπτίας τους και της εν Χριστώ κοινωνίας τους. Γι’ αυτό σε Εικόνες που ακολουθούν την αρχαία παράδοση εικονίζονται και αυτοί εντός της δόξης του Κυρίου. «Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωυσής και Ηλίας, οι οφθέντες εν δόξει έλεγον την έξοδον αυτού, ην ήμελλεν πληρούν εν Ιερουσαλήμ» μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς (9,30). Οι τρεις Απόστολοι αντιλαμβάνονται ότι είναι ο Μωυσής και ο Ηλίας, λόγω της συζητήσεως που κάνουν με τον Χριστό και λόγω της δόξας που τους περιβάλλει, ως θεόπτες που υπήρξαν.
Ο Μωυσής και ο Ηλίας είναι αυτοί που μαζί με τον Πρόδρομο δείξανε το Χριστό - Μεσσία στους τρεις Μαθητές. Δύο Προφήτες της εποχής του νόμου και ένας Προφήτης στο μεταίχμιο του νόμου και της Χάριτος δείχνουν ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Υπάρχει συνεπώς ενότητα και συνέχεια μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Χριστός συνδέεται με τους Αποστόλους αλλά και τους Προφήτες.
Ο Χριστός λοιπόν δεν είναι ούτε ο Μωυσής ούτε ο Ηλίας, όπως λέγανε κάποιοι, ούτε είναι εναντίον του Μωυσή και δήθεν καταργεί το νόμο του, όπως Τον κατηγορούσαν οι Φαρισαίοι. Ξεκάθαρα φαίνονται οι μεγάλοι αυτοί Προφήτες να τον δείχνουν, να τον παρουσιάζουν στους τρεις Μαθητές, και να συζητούν για την κηδεία Του, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (9,30-31). Προετοιμάζουν κι αυτοί με τον τρόπο τους Μαθητές να μη ταραχθούν με τα όσα θα συμβούν και θεληματικά θα τα υποστεί ο Κύριος. Το ότι συζητούν και το ότι εμφανίζονται ζώντες μετά από τόσους αιώνες-κυρίως ο Μωυσής που είχε πεθάνει- δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για την αθανασία. Η παρουσία τους είναι μια ακόμη Προφητεία για την Ανάσταση των νεκρών. Επίσης δείχνουν ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος νεκρών (Μωυσής) και ζώντων (Ηλίας). Επίσης, πριν ακουστεί η φωνή του Θεού Πατέρα «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός αυτού ακούετε», ο Ηλίας και ο Μωυσής είχαν φύγει (Λουκ. 9,33), για να μη νομίσουν οι Μαθητές ότι η φωνή απευθυνόταν σε κάποιον απ’ αυτούς.
Στο κάτω μέρος της Εικόνας παρίστανται οι Μαθητές τρομαγμένοι λόγω της θεοφανείας και πεσμένοι χάμω, όπως μας διηγείται ο Ματθαίος (17,6), άλλος μπρούμυτα, άλλος ανάσκελα, άλλος βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπό του ή οι δύο μπρούμυτα και ο Πέτρος να κοιτάζει προς το Χριστό. Οι μαθητές έπεσαν κατά πρόσωπο, όχι εξ αιτίας της φωνής, όπως λένε οι πατέρες, αλλά για τη μετατροπή και το υπερφυές του φωτός.
Η εικόνα του δωδεκαόρτου της μονής Διονυσίου αποτελεί μια εικονογραφική παραλλαγή του θέματος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο εικονογράφος ακολουθώντας τις ευαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στη σύνθεσή του δίπλα στο κεντρικό θέμα τις σκηνές της ανόδου και καθόδου στο όρος Θαβώρ. Αριστερά βλέπουμε το Χριστό να προπορεύεται έχοντας στραμμένο το κεφάλι προς τους τρεις μαθητές και το αριστερό χέρι υψωμένο σε χειρονομία λόγου· στο δεξί χέρι κρατεί το θείο Νόμο. Φαίνεται να προετοιμάζει τους μαθητές για τη μοναδική εμπειρία που πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δεν είναι να τους εκπλήξει με τη Μεταμόρφωσή του, αλλά να τους αποκαλύψει τη θεϊκή του δόξα. Μετά το ουράνιο όραμα κατέρχονται από την άλλη πλευρά του βουνού· οι μαθητές στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα προς τον Κύριό τους που τους καθησυχάζει ευλογώντας τους. Ταυτόχρονα τους λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9). Η παραλλαγή αυτή συναντάται ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες, αλλά απαντάται κάποτε και σε φορητές εικόνες. Το γεγονός αυτό, να προστίθενται δηλαδή γύρω από μια κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα επεισόδια, συνηθίζεται στην βυζαντινή τέχνη.
Η μεταμόρφωση του Κυρίου και η προοπτική της μεταμόρφωσης του καθενός ανθρώπου βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Έχουμε συνάντηση του θείου και του ανθρώπινου, του κτιστού και του ακτίστου . Η μεταμόρφωση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και η μεταμόρφωση φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Στην θαβώριο μεταμόρφωση μετέχει ο Θεός και ο άνθρωπος. Μετέχει όλη η φύση και η κτίση. Μεταμορφώνεται το πνεύμα αλλά και το σώμα. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του όλου ανθρώπου και της καθόλου δημιουργίας. Έχει, επομένως, η μεταμόρφωση καθολική σημασία.
Το φως του Μεταμορφωθέντος Χριστού αποτελεί την κύρια έκφραση του ησυχαστικού κινήματος μέσω της θεολογίας των «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τον 14ο αιώνα. Ο επικεφαλής του ησυχαστικού κινήματος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διακήρυξε ότι ο Θεός ονομάζεται «Φῶς» όχι κατά την ουσία του, αλλά κατά την ενέργειά του, και ότι αυτό το μπορεί να γίνει αισθητό μέσω της προσευχής και εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιάς, αδιάλειπτη μνήμη Θεού κ.λπ).
Πίσω στη σελίδα "Θεολογία της Εικόνας"
Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Μέσα στην πολυπρόσωπη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δύο πρόσωπα ξεχωρίζουν: Ο Χριστός που με το ηγεμονικό Του παράστημα κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του βρέφος φασκιωμένο και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.
Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα.
Μέσα στην δόξα που Τον περιβάλλει είναι ζωγραφισμένα στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους. Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της.
Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι συγκεντρωμένοι οι δώδεκα απόστολοι με στάσεις που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, τη σύνθεση κλείνουν δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή «Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ».
Οι τέσσερεις Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται συνήθως.
Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά πάπυρο με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο πάπυρο που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»
Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους.
Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία, του Εβραίου που αποπειράθηκε κατά την εκφορά να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου.
Παράφραση από Πηγή: Νεκτάριος Μαμαλοῦγκος
Πίσω στη σελίδα "Θεολογία της Εικόνας"
Μέσα στην πολυπρόσωπη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δύο πρόσωπα ξεχωρίζουν: Ο Χριστός που με το ηγεμονικό Του παράστημα κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του βρέφος φασκιωμένο και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.
Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα.
Μέσα στην δόξα που Τον περιβάλλει είναι ζωγραφισμένα στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους. Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της.
Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι συγκεντρωμένοι οι δώδεκα απόστολοι με στάσεις που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, τη σύνθεση κλείνουν δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή «Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ».
Οι τέσσερεις Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται συνήθως.
Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά πάπυρο με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο πάπυρο που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»
Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους.
Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία, του Εβραίου που αποπειράθηκε κατά την εκφορά να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου.
Παράφραση από Πηγή: Νεκτάριος Μαμαλοῦγκος
Πίσω στη σελίδα "Θεολογία της Εικόνας"